-
1 ἐπικρίνω
A decide, determine, τι Pl.Lg. 768a; τὸ πλεῖονκαὶ τοὔλαττον D.H.3.29
; περί τινος Decr. ap. D.18.38; τοῦ ἐπικρινοῦντος : c.inf., ἐπέκρινε γενέσθαι τὸ αἴτημα αὐτῶν Ev. Luc.23.24; ἐ. τί διαφέρει what is the difference, Arist.de An. 431a20; τὸ ἐπικρῖνον the deciding power, Id.Insomn. 461b25; also, principle of selection, rule of life, Epicur.Nat.125G.; adjudge, inflict, θάνατόν τινι LXX 2 Ma.4.47:—[voice] Pass., μέχρις ἂν ἐπικριθῇ αὐτῷ ὑπὸ τῶν ἱερέων ἢ ἀποδοῦναι αὐτὸν ἢ εἰσέρχεσθαι until the judges determine whether he shall pay up or enter (without payment), SIG1109.71, cf.PTeb.284.2 (i B.C.).II. select, pick out,ἐξ ἑαυτῶν τὸν ἄριστον D.S.1.75
; ἐ. τινὰ ἴσον ἀδελφοῖς distinguish, esteem, Hp.Jusj.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπικρίνω
См. также в других словарях:
επικρίνω — (AM ἐπικρίνω) νεοελλ. αποδοκιμάζω, κατηγορώ αρχ. μσν. ξεχωρίζω, εκλέγω («ἐπεὶ δὲ συνέλθοιεν οἱ τριάκοντα, ἐπέκρινον ἐξ ἑαυτῶν ἕνα τὸν ἄριστον», Διόδ. Σικ.) αρχ. 1. αποφαίνομαι για κάτι, καθορίζω κάτι μετά από έρευνα 2. (για δικαστική απόφαση)… … Dictionary of Greek