Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐξ ἑαυτῶν τὸν ἄριστον

См. также в других словарях:

  • επικρίνω — (AM ἐπικρίνω) νεοελλ. αποδοκιμάζω, κατηγορώ αρχ. μσν. ξεχωρίζω, εκλέγω («ἐπεὶ δὲ συνέλθοιεν οἱ τριάκοντα, ἐπέκρινον ἐξ ἑαυτῶν ἕνα τὸν ἄριστον», Διόδ. Σικ.) αρχ. 1. αποφαίνομαι για κάτι, καθορίζω κάτι μετά από έρευνα 2. (για δικαστική απόφαση)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»